συναθλέω
English (LSJ)
A = συναγωνίζομαι, τινι with one, Ep.Phil.4.3; struggle together, τινι for a thing, ib.1.27. II impress by practice upon, μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης D.S.3.4.
German (Pape)
[Seite 997] wie συναγωνίζομαι, im Kampfe beistehen, Sp., μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης, D. Sic. 3, 4, durch Uebung dem Gedächtniß eingeprägt.
Greek (Liddell-Scott)
συναθλέω: συναγωνίζομαι, αἵτινες ἐν τῷ εὐαγγελίῳ συνήθλησάν μοι Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. δ΄ 3· ἀγωνίζομαι ὁμοῦ, ἀπὸ κοινοῦ, μιᾷ ψυχῇ συναθλοῦντες τῇ πίστει τοῦ εὐαγγελίου αὐτόθι α΄ 27. ΙΙ. δι’ ἀσκήσεως ἐντυπώνω, μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης Διόδ. 3. 4. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416, ὁ τύπος συναθλεύω εἶναι μεταγεν.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 lutter d’un commun effort : τινι avec ou pour qqn;
2 Pass. être saisi par un effort continu.
Étymologie: σύν, ἀθλέω.
English (Strong)
from σύν and ἀθλέω; to wrestle in company with, i.e. (figuratively) to seek jointly: labour with, strive together for.
English (Thayer)
συνάθλω; 1st aorist συνήθλησα; to strive at the same time with another: with a dative commodi (cf. Winer's Grammar, § 31,4), for something, τίνι ἐν τίνι, together with one in something, to help, assist, Diodorus 3,4.)
Russian (Dvoretsky)
συναθλέω: бороться вместе, совместно подвизаться (τινι и τινι ἔν τινι NT); pass. добиваться борьбой или упражнением: μνήμῃ συνηθλημένος Diod. удержанный в памяти, запомнившийся.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αθλέω samen strijden.