ὀστολόγος

From LSJ
Revision as of 15:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστολόγος Medium diacritics: ὀστολόγος Low diacritics: οστολόγος Capitals: ΟΣΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: ostológos Transliteration B: ostologos Transliteration C: ostologos Beta Code: o)stolo/gos

English (LSJ)

ον, (λέγω B)

   A collecting bones, Epil.7; Ὀστολόγοι, name of a tragedy by Aeschylus, Ath.15.667c.

German (Pape)

[Seite 400] die Knochen, Gebeine sammelnd, Titel einer Tragödie des Aeschylus bei Ath. XV, 667 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστολόγος: -ον, (λέγω Β) ὁ συλλέγων ὀστᾶ, Ἐπίλυκος ἐν Ἀδήλ. 2· Ὀστολόγοι, ὄνομα τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλου, Ἀθήν. 667C.

Greek Monolingual

ὀστολόγος, -ον (Α)
1. αυτός που συλλέγει τα οστά νεκρού ο οποίος έχει υποβληθεί στη διαδικασία της καύσης
2. ως κύριο όν. Ὀστολόγοι
τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -λόγος].

Russian (Dvoretsky)

ὀστολόγος: ὁ собиратель костей (заглавие одной из не дошедших до нас трагедий Эсхила).