ἑτεροδιδασκαλέω

Revision as of 22:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A teach differently, teach false doctrine, 1 Ep.Ti.1.3.

German (Pape)

[Seite 1048] anders, d. i. falsch lehren, N. T; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροδῐδασκᾰλέω: διδάσκω ἑτέρας διδασκαλίας, οὐχὶ τὰς ὀρθάς, πρὸς Τιμόθ. Α΄ Επιστ. κ. α΄, 3, Ἰγνάτ. 721Β, κλ.: ― ἑτεροδιδασκαλία, ἡ, ἀπατηλὴ διδασκαλία. Εὐστ. Πονημάτ. 81. 96: ― ἑτερο-διδάσκαλος, ὁ, ὁ ἕτερα καὶ οὐχὶ τὰ ἀληθῆ διδάσκων, αἱρετικός, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 32.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enseigner une autre, une fausse doctrine.
Étymologie: ἑτεροδιδάσκαλος.

English (Strong)

from ἕτερος and διδάσκαλος; to instruct differently: teach other doctrine(-wise).

English (Thayer)

ἑτεροδιδασκάλω; (ἕτερος and διδάσκαλος, cf. κακοδιδασκάλειν, Clement of Rome, 2 Corinthians 10,5 [ET]); to teach other or different doctrine i. e. deviating from the truth: Ignatius ad Polycarp, 3 [ET], and others ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

ἑτεροδῑδασκᾰλέω: διδάσκω διαφορετικά, διδάσκω λανθασμένα πράγματα (κι όχι τα σωστά), σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροδιδασκαλέω: досл. учить иначе, перен. распространять лжеучения NT.

Middle Liddell

ἑτεροδῑδασκᾰλέω,
to teach differently, to teach errors, NTest. [from ἑτεροδιδάσκαλος