νοσφίδιος

From LSJ
Revision as of 17:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσφίδιος Medium diacritics: νοσφίδιος Low diacritics: νοσφίδιος Capitals: ΝΟΣΦΙΔΙΟΣ
Transliteration A: nosphídios Transliteration B: nosphidios Transliteration C: nosfidios Beta Code: nosfi/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A clandestine, Hes.Fr.187.

Greek (Liddell-Scott)

νοσφίδιος: -α, -ον, κρύφιος, μυστικός, λαθραῖος, Ἡσίοδ. παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. σ. 45. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσφίδιον· κλοπιμαῖον, λαθραῖον».

Greek Monolingual

νοσφίδιος, -ία, -ον (Α)
1. απομακρυσμένος, μακρινός
2. κρυφός, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)].

Russian (Dvoretsky)

νοσφίδιος: (ῐδ) удаленный, скрытый (ἔργα Hes.).