συναύξω
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
German (Pape)
[Seite 1005] (s. αὔξω), = συναυξάνω, Xen. Mem. 4, 3, 6. – Pass., εἰ μὴ ξυναύξοινθ' οἱ πέπλοι τῷ σώματι, Eur. El. 544; αὐξανομένῳ δὲ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες, Her. 3, 134; Sp.
French (Bailly abrégé)
c. συναυξάνω.
Étymologie: σύν, αὔξω.
Greek Monolingual
Α
βλ. συναυξάνω.
Greek Monolingual
Α
βλ. συναυξάνω.
Russian (Dvoretsky)
συναύξω: Her., Eur., Xen., Arst., Luc. = συναυξάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναύξω zie συναυξάνω.