συμπλώω

From LSJ
Revision as of 13:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

German (Pape)

[Seite 988] ep. u. ion. statt συμπλέω.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλώω: Ἰων. ἀντὶ συμπλέω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συμπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.

Greek Monotonic

συμπλώω: Ιων. αντί συμπλέω.

Russian (Dvoretsky)

συμπλώω: ион. = συμπλέω.