τέτρηχα
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
A v. ταράσσω 111.
German (Pape)
[Seite 1100] perf. zu ταράσσω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
τέτρηχα: ἴδε ταράσσω ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
pf. ion. de θράσσω;
pf. épq. de ταράσσω.
Greek Monotonic
τέτρηχα: προστ παρακ. του ταράσσω· θηλ. μτχ. τετρηχυῖα· γʹ ενικ. υπερσ. τετρήχει.
Russian (Dvoretsky)
τέτρηχα: эп. pf. к ταράσσω.