καταπνοή

From LSJ
Revision as of 06:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπνοή Medium diacritics: καταπνοή Low diacritics: καταπνοή Capitals: ΚΑΤΑΠΝΟΗ
Transliteration A: katapnoḗ Transliteration B: katapnoē Transliteration C: katapnoi Beta Code: katapnoh/

English (LSJ)

ἡ,

   A blowing, ἀνέμων Pi.P.5.121 codd. κατά-πνοος, ον, contr. κατά-πνους, ουν, blown upon, Poll.1.240.

German (Pape)

[Seite 1371] ἡ, das Anhauchen, ἀνέμων Pind. P. 5, 121.

Greek (Liddell-Scott)

καταπνοή: ἡ, φύσημα, ἀνέμων Πινδ. Π. 5. 162.

Greek Monolingual

καταπνοή, ἡ (Α) καταπνέω
το φύσημα («ἀνέμων καταπνοά», Πίνδ.).

Greek Monotonic

καταπνοή: ἡ (καταπνέω), φύσημα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

καταπνοή: дор. καταπνοά ἡ дыхание, веяние (ἀνέμων Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πνοή -ῆς, ἡ, Dor. καταπνοά, adem.