θερμαντός

From LSJ
Revision as of 16:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμαντός Medium diacritics: θερμαντός Low diacritics: θερμαντός Capitals: ΘΕΡΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: thermantós Transliteration B: thermantos Transliteration C: thermantos Beta Code: qermanto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of being heated, Arist.Ph.224a30.

German (Pape)

[Seite 1201] erwärmbar, Arist. Metaph. 4, 15.

Greek (Liddell-Scott)

θερμαντός: -ή, -όν, ἐπιδεκτικός θερμότητος, Ἀριστ. Φυσ. 5. 1, 2· πρβλ. θερμαντικός.

Greek Monolingual

θερμαντός, -ή, -όν (Α) θερμαίνω
αυτός που μπορεί να θερμανθεί.

Russian (Dvoretsky)

θερμαντός: [adj. verb. к θερμαίνω способный воспринимать теплоту, нагреваемый (τὸ θερμαντικὸν πρὸς τὸ θερμαντόν Arst.).