ξῦσμα
From LSJ
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
Greek (Liddell-Scott)
ξῦσμα: ἢ ξύσμα, τό, (ξύω), τὸ ἀποξυσθὲν διὰ ξύσεως, «ῥοκανίδια», Λατ. strigmentum, ramentum, Ἱππ. Ἀφ. 1261· ἐν τῷ πληθ., κενώσεις ἐνέχουσαι ἐξεσμένας σάρκας, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394 (πρβλ. ξυσματώδης)· ξύσματα τῶν ὀθονίων, ἐξεσμένον λινοῦν ὕφασμα, ξαντὸν διὰ τραύματα, Ἐρωτιαν.· ἀλλαχοῦ μοτόν. 2) ἐν τῷ πληθ., μόρια πραγμάτων, κόνις ἐν τῇ ἡλιακῇ ἀκτῖνι, ψυχὴν εἶναι τὰ ἐν τῷ ἀέρι ξ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 4, πρβλ. Προβλ. 15. 13, 1. ΙΙ. τὸ γεγλυμμένον ἢ ἐσκαλισμένον ἐπί τινος πράγματος· ὅθεν ξύσματα = γράμματα, Ἡσύχ. - προσέτι, ξύσμα = «κνήφη. λέπρα» ὁ αὐτ.
Russian (Dvoretsky)
ξῦσμα: или ξύσμα, ατος τό оскребок, пылинка (τὰ ξύσματα ἐν τῷ ἀέρι Arst.).