κοΐ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
onomatop., to express the
A squeaking of young pigs, Ar.Ach. 780, cf. Hdn.Gr.1.505.
Greek (Liddell-Scott)
κοΐ: ὀνοματοπ., πρὸς ἔκφρασιν τῆς κραυγῆς τῶν χοιριδίων, «ποιὰ τῶν δελφακίων φωνὴ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 780.
French (Bailly abrégé)
interj.
onomatopée pour imiter le couinement du porc.
Syn. γοῖ γοῖ.
Greek Monolingual
κοΐ (Α)
κωμική απομίμηση του γρυλλισμού ή της κραυγής μικρών χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].
Greek Monotonic
κοΐ: Κωμική λέξη, για να εκφράσει το γρύλλισμα των νεαρών χοίρων, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κοΐ: (ῑ) interj. хрю! Arph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: interj.
Meaning: The natural sound of young pigs (Ar. Ach., Hdn. Gr.);
Derivatives: κοΐζειν queak (Ar. Ach.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Like NHG quieken, Russ. kvičátь squeak a. o. sound-imitations in different languages. Cf. κοάξ and γρῦ, γρύζω.