ἄντοικος

From LSJ
Revision as of 16:37, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄντοικος Medium diacritics: ἄντοικος Low diacritics: άντοικος Capitals: ΑΝΤΟΙΚΟΣ
Transliteration A: ántoikos Transliteration B: antoikos Transliteration C: antoikos Beta Code: a)/ntoikos

English (LSJ)

ον,    A living on the same side of the equator, but under the opposite meridian, Gem.16.1, Cleom.1.2.

German (Pape)

[Seite 264] gegenüberwohnend, Plut. plac. phil. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντοικος: -ον, ὁ κατοικῶν ἐν τῷ αὐτῷ γεωγραφικῷ πλάτει τοῦ ἀντιθέτου ἡμισφαιρίου, τοῖς ὑπὸ τὸν χειμερινὸν τροπικὸν ἀντοίκοις, Πλούτ. 2. 898Β· τοὺς ἀντίποδας καὶ ἀντοίκους Νικηφ. Γρηγ. Ἱστ. Βυζ. 1., σ. 6C· πρβλ. περίοικος ΙΙΙ.

Spanish (DGE)

-ον
que vive entre los mismos meridianos pero en diferentes hemisferios, anteco ἄντοικοι δὲ οἱ ἐν τῇ νοτίῳ ζώνῃ ὑπὸ τὸ αὐτὸ ἡμισφαίριον κατοικοῦντες Gem.16.1, cf. Cleom.1.2.12, Plu.2.898b, Ach.Tat.Intr.Arat.30, Macr.Comm.2.5.33, οἱ ἄντοικοι ἑτερόσκιοί εἰσιν Ach.Tat.Intr.Arat.31.

Greek Monolingual

ἄντοικος, -ον (AM) οικώ
αυτός που κατοικεί στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με κάποιον άλλο, αλλά στο αντίθετο ημισφαίριο.

Russian (Dvoretsky)

ἄντοικος: живущий на противоположной стороне (земли) Plut.