Μακεδονικός
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Macédoine.
Étymologie: Μακεδών.
Russian (Dvoretsky)
Μᾰκεδονικός: македонский Her., Xen. etc.