δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
A v. δίω.
δίομαι: ἴδε ἐν λ. δίω.
v. δίω.
v. δίεμαι.
δίομαι: [med. к δίω Aesch. v. l. = δίεμαι.