συνεχῶς
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière continue, sans interruption.
Étymologie: συνεχής.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
συνεχῶς: ион. συνεχέως (эп. in arsi ῡ)
1) постоянно, беспрестанно, непрерывно (ἐπιφοιτᾶν Her.; πολεμεῖν Thuc.);
2) кряду, подряд (τὰ δέκα ἔτη ξ. Thuc.);
3) сплошь: σ. εἶναι Arst. быть сплошным; σ. μέχρι πρὸς τὸν τοῦ Ἀδρίου μυχόν Polyb. вплоть до края Адриатического моря.
English (Woodhouse)
(see also: συνεχής) constantly, continually, continuously, without break, without interruption