ταμίευμα

Revision as of 01:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A stores, supplies, D.S.3.16.    II = sq. 1, X.Oec.3.15.

German (Pape)

[Seite 1066] τό, das was Einer zu verwalten hat, der Vorrath; D. Sic. 3, 16 u. a. Sp.; auch = Folgdm, δαπανᾶται τὰ πλεῖστα διὰ τῶν τῆς γυναικὸς ταμιευμάτων, Xen. Oec. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰμίευμα: τό, ὅ,τι οἰκονομεῖ τις, αἱ τροφαί, ζωοτροφίαι, Διόδ. 3. 16. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ξεν. Οἰκ. 3, 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
répartition de la dépense du ménage, administration domestique.
Étymologie: ταμιεύω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ ταμιεύω
νεοελλ.
ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο
αρχ.
1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη
2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», Ξεν.).

Greek Monotonic

τᾰμίευμα: -ατος, τό, = ταμιεία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ταμίευμα: ατος τό только pl.
1) запасы Diod.;
2) ведение хозяйства Xen.

Middle Liddell

τᾰμίευμα, ατος, τό, = ταμιεία, Xen.]