ταμιεία
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ἡ,
A stewardship, management, Pl.Lg.806a, X.Oec.7.41, IPE12.32B64 (Olbia, iii B.C.), IG22.1326.37; ἡ τῆς τροφῆς τ. the storing of food, by ants, Arist.HA622b26; τ. ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Hp.Nat.Puer.26.
II office of treasurer, Arist.Pol.1309b7.
2 = Lat. quaestura, Str.4.1.12, Plu.Cat.Mi.17.
III ταμιείᾳ (corr. Daremberg for ταμιεῖαν) is dat. of ταμίας, housekeeper, Ath.Med. ap. Orib.inc.5.6; so ταμιείᾳ πολιτικῶν λημμάτων is written (hypercorrectly) for ταμίᾳ π. λ. in BGU934 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1066] ἡ, das Amt, Geschäft des ταμίας, Haushaltung, Verwaltung empfangener Vorräthe, Vertheilung u. Ausgabe; Plat. Legg. VII, 806 a; Xen. Oec. 7, 41. – In Rom quaestura, Plut. Gat. min. 17.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 habitudes d'économie, administration bien ordonnée;
2 à Rome questure.
Étymologie: ταμιεύω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰμιεία: ἡ1) хозяйственные дела, попечение о хозяйстве Xen., Plat.;
2) накопление (τῆς τροφῆς Arst.);
3) должность государственного казначея Arst.;
4) (в Риме, лат. quaestura) квестура Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰμιεία: ἡ, (ταμιεύω) τὸ ἔργον τοῦ ταμείου, διαχείρισις, διεύθυνσις, οἰκονομία, Πλάτ. Νόμ. 806Α, Ξεν. Οἰκ. 7. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 65· ἡ τῆς τροφῆς τ., ἡ ἀποταμίευσις τροφῆς ὑπὸ τῶν μυρμήκων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. ΙΙ. τὸ ἀξίωμα ἢ ὑπούργημα τοῦ ταμίου, ὡς πολιτικὸς ὅρος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 9, 3. 2) ἐν Ρώμῃ τὸ ὑπούργημα τοῦ ταμίου, Λατ. quaestura, Πλουτ. Κάτων. Νεώτ. 17. 18, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
και ταμεία, ἡ, Α ταμιεύω
1. διοίκηση, διαχείριση, επιμέλεια («τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν», Αριστοτ.)
2. το αξίωμα ή το έργο του ταμία («τοὺς ἀξιωθέντας ἀγορανομίας καὶ ταμιείας ἐν Νεμαύσῳ Ῥωμαίοις ὑπάρχειν», Στράβ.).
Greek Monotonic
τᾰμιεία: ἡ (ταμιεύω)·
I. διαχείριση του ταμείου, οικονομία, σε Ξεν.
II. 1. το αξίωμα του ταμία, ως πολιτικός όρος, σε Αριστ.
2. στη Ρώμη, το υπούργημα του ταμία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
τᾰμιεία, ἡ, ταμιεύω
I. stewardship, management, economy, Xen.
II. the office of paymaster, as a polit. term, Arist.
2. at Rome, the quaestorship, Plut.