γροσφομάχος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A fighting with the γρόσφος, οἱ γ., = Lat. velites, Plb.1.33.9, 6.21.7.
German (Pape)
[Seite 507] mit dem γρόσφος kämpfend, Pol. 1, 33, 9. 6, 21, 7.
Greek (Liddell-Scott)
γροσφομάχος: -ον, ὁ μετὰ γρόσφου μαχόμενος, οἱ Γρ. , οἱ παρὰ Ρωμαίοις Velites, Πολύβ. 1. 33, 9. , 6. 21, 7· πρβλ. γροσφοφόρος.
Greek Monolingual
γροσφομάχος, -ον (Α)
Ρωμαίος στρατιώτης που πολεμάει με τον γρόσφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρόσφος + -μάχος < μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
γροσφομάχος: ὁ (лат. veles) копейщик, легковооруженный солдат Polyb.