διαλελαμμένος
From LSJ
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ion. de διαλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
διαλελαμμένος: ион., διαλελημμένος атт. part. pf. pass. к διαλαμβάνω.