περισοφίζομαι

Revision as of 05:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

   A overreach, cheat, τινα Ar.Av.1646.

German (Pape)

[Seite 591] überlisten, betrügen, Ar. Av. 1646.

Greek (Liddell-Scott)

περισοφίζομαι: ἀποθετ., ἐξαπατῶ, ἀπατῶ, τινα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1646.

French (Bailly abrégé)

tromper par des sophismes.
Étymologie: περί, σοφίζομαι.

Greek Monolingual

Α
απατώ, εξαπατώ κάποιον («οἴμοι, τάλας, οἷόν σε περισοφίζεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σοφίζομαι «επινοώ κάτι με πανουργία, μηχανεύομαι»].

Greek Monotonic

περισοφίζομαι: αποθ., εξαπατώ, κοροϊδεύω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περισοφίζομαι: опутывать речами, надувать (τινα Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σοφίζομαι te slim af zijn, bedriegen.

Middle Liddell

Dep. to overreach, cheat, Ar.