προπετῶς
From LSJ
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
French (Bailly abrégé)
adv.
avec précipitation, pétulance ou témérité.
Étymologie: προπετής.
Russian (Dvoretsky)
προπετῶς:
1) стремительно (κάτω σπᾶσθαι Arst.);
2) поспешно, опрометчиво (ἀποκρίνεσθαι Plat.);
3) неумеренно, необузданно (προπετέστερον χρῆσθαί τινι Dem., Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπετῶς adv. van προπετής.