εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Full diacritics: περιμάκης | Medium diacritics: περιμάκης | Low diacritics: περιμάκης | Capitals: ΠΕΡΙΜΑΚΗΣ |
Transliteration A: perimákēs | Transliteration B: perimakēs | Transliteration C: perimakis | Beta Code: perima/khs |
Dor. for περιμήκης.
περιμάκης: Δωρ. ἀντὶ περιμήκης.
-ίμακες, Α
βλ. περιμήκης.
περιμάκης: [ᾱ], Δωρ. αντί περι-μήκης.
περιμάκης: (ᾱ) дор. = περιμήκης.
περιμᾱ́κης Dor. voor περιμήκης.