συλληπτέος
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
German (Pape)
[Seite 975] adj. verb. von συλλαμβάνω, zusammenzufassen.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adv. verb. de συλλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
συλληπτέος: adj. verb. к συλλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλληπτέος -α -ον, adj. verb. van συλλαμβάνω die of dat gepakt moet worden. Luc. 78.6.3. n. συλληπτέον er moet samen vastgepakt worden, met gen.. μέγας... δαλός, οὗ ξυλληπτέον groot is de fakkel, die (door ons) samen vastgepakt moet worden Eur. Cycl. 472.
Middle Liddell
έος, η, ον,
to be seized, Luc.
συλληπτέος, ον, verb. adj. of συλλαμβάνω
one must seize together, Eur.