νεύρινος

From LSJ
Revision as of 12:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεύρῐνος Medium diacritics: νεύρινος Low diacritics: νεύρινος Capitals: ΝΕΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: neúrinos Transliteration B: neurinos Transliteration C: neyrinos Beta Code: neu/rinos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of sinew, χορδή Arist.GA787b17; λύρα ν. τρίχορδος D.S.1.16; κράνη ν. Str.3.3.6.    II made or consisting of fibres, Pl.Plt.279e.

German (Pape)

[Seite 247] aus Sehnen gemacht; Arist. gen. an. 5, 7; βρόχοι, Luc. Ocyp. 3; – od. aus Pflanzenfasern, τὰ μὲν νεύρινα περικαλύμματα φυτῶν ἐκ γῆς, Plat. Polit. 279 e.

Greek (Liddell-Scott)

νεύρῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ νεύρων πεποιημένος, ἀποτελούμενος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 17. ΙΙ. ὁ πεποιημένος ἢ ἀποτελούμενος ἐξ ἰνῶν, Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε, Στράβ. 154.

Greek Monolingual

νεύρινος, -ίνη, -ον (Α) νεύρον
1. αυτός που αποτελείται ή κατασκευάζεται από νεύρο («λύραν νευρίνην τρίχορδον», Διόδ.)
2. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από φυτικές ίνες.

Russian (Dvoretsky)

νεύρῐνος:
1) волокнистый (περικαλύμματα φυτῶν Plat.);
2) сухожильный (χορδή Arst.);
3) сделанный из сухожилий (βρόχοι Luc.; κεκρύφαλος Plut.).