εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
v. κράζω.
κεκράξομαι: Αττ. μέλ. του κράζω.
κεκράξομαι fut. perf. van κράζω.
κεκράξομαι: fut. к κράζω.