Στεντόρειος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Stentor.
Étymologie: Στέντωρ.
Russian (Dvoretsky)
Στεντόρειος: с голосом Стентора, т. е. громогласный (κῆρυξ Arst.).
Middle Liddell
Στεντόρειος, ον,
Stentorian, with a voice like Stentor's, Arist.