κατειλίσσω

From LSJ
Revision as of 13:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατειλίσσω Medium diacritics: κατειλίσσω Low diacritics: κατειλίσσω Capitals: ΚΑΤΕΙΛΙΣΣΩ
Transliteration A: kateilíssō Transliteration B: kateilissō Transliteration C: kateilisso Beta Code: kateili/ssw

English (LSJ)

   A v. καθελίσσω.

German (Pape)

[Seite 1394] ion. = καθελίσσω; Her. 7, 181; κατειλίχατο, = κατειλιγμένοι ἦσαν, 7, 76.

Greek (Liddell-Scott)

κατειλίσσω: Ἰων. ἀντὶ καθελίσσω, Ἡρόδ.

Greek Monolingual

κατειλίσσω (Α)
ιων. τ. βλ. καθελίσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθε(ι)λίσσω με ιων. ψίλωση].

Greek Monotonic

κατειλίσσω: Ιων. αντί καθ-ελίσσω.

Russian (Dvoretsky)

κατειλίσσω: ион. = *καθελίσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατειλίσσω Ion. voor καθελίττω.