ὑμνητής
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who sings of or praises, τυραννίδος Pl.R.568b; performer of hymns, IG22.2361.3.
German (Pape)
[Seite 1178] ὁ, Hymnensänger, Lobsänger, Lobredner, τῆς τυραννίδος Plat. Rep. VIII, 568 b, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξυμνῶν ἢ ἐπαινῶν, τυραννίδος Πλάτ. Πολ. 568Β.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui célèbre par ses chants, panégyriste.
Étymologie: ὑμνέω.
Greek Monolingual
ο / ὑμνητής, ΝΜΑ, θηλ. υμνήτρια Ν, θηλ. ὑμνήτρια και ὑμνήστρια και ὑμνητρίς, -ίδος, Α
1. αυτός που ψάλλει ύμνους
2. αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, εγκωμιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ. Ο τ. ὑμνήστρια κατά το ὀρχήσ-τρια].
Greek Monotonic
ὑμνητής: -οῦ, ὁ (ὑμνέω), εξυμνητής, αυτός που επαινεί, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμνητής: οῦ ὁ хвалитель (τινος Plat.).