ποτιμυθέομαι
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
A v. προσμυθέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιμυθέομαι: Δωρ. ἀντὶ προσμ-, Θεόκρ.
Greek Monotonic
ποτιμυθέομαι: Δωρ. αντί προσ-μυθέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ποτῐμῡθέομαι: дор. Theocr. = * προσμυθέομαι.