παλίσκιος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
A v. παλίνσκιος.
German (Pape)
[Seite 452] wie παλίνσκιος, wieder und wieder beschattet, dicht beschattet; ἐλαῖαι, Arist. H. A. 5, 30; Folgde; ἐν παλισκίῳ, an einem schattigen Orte, Plut. Num. 5; Arat. 22 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίσκιος: ἴδε ἐν λ. παλίνσκιος.
Greek Monolingual
παλίσκιος, -ον (Α)
βλ. παλίνσκιος.
Greek Monotonic
πᾰλίσκιος: βλ. παλίνσκιος.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίσκιος: Arst. = παλίνκιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίσκιος -ον zie παλίνσκιος