ἐπικατάγομαι

From LSJ
Revision as of 22:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monotonic

ἐπικατάγομαι: Παθ., έρχομαι προς την ξηρά μαζί με ή μετά από, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικατάγομαι: (вслед за кем-л. или после чего-л.) причаливать, приставать к берегу, прибывать (οἱ μὲν Ἀθηναῖοι ἀπὸ τῆς Μιλήτου ἀνέστησαν …, οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπικατάγονται Thuc.).

Middle Liddell


Pass. to come to land along with or afterwards, Thuc.