ἀποκρεμάω
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
A = ἀποκρεμάννυμι, Arist.HA 540b26, Luc.Asin.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρεμάω: ἀποκρεμάννυμι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fut. att. de ἀποκρεμάννυμι;
prés. c. ἀποκρεμάννυμι.
Étymologie: ἀπό, κρεμάω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [c. diéct. -μοω- Apoll.Met.Ps.93.15 (p.196)]
colgar τοῦτο δεσμῷ περισφίγξας ἀπεκρέμα ... ἐκ τῆς οὐρᾶς Luc.Asin.30 (cód.)
•fig. hacer depender de πάντας ἀποκρεμόωσα (la justicia) φίλων ἰθύφρονας ἔργων Apoll.l.c.
•en v. pas. estar colgado, pender ἔχειν ἀποκρεμώμενα ἄττα δύο Arist.HA 540b26, fig. ἀποκρεμώμενον τὴν ῥῖνα de nariz aguileña Philostr.Her.33.5.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκρεμάω:
1) атт. fut. к ἀποκρεμάννυμι Arst.;
2) поздн. praes. к ἀποκρεμάννυμι Luc.