δοράτιον

Revision as of 14:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

τό, Dim. of δόρυ, Hdt.1.34, Th.4.34, Aen.Tact.29.6, Onos.26.1.

German (Pape)

[Seite 658] τό, dim. von δόρυ; Her. 1, 34; Thuc. 4, 34 u. Sp., wie Plut. Rom. 15.

Greek (Liddell-Scott)

δοράτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δόρυ, Ἡρόδ. 1. 34, Θουκ. 4. 34.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
javeline.
Étymologie: δόρυ.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Prosodia: [-ᾰ-]
lanza, pica gener. de uso milit., en infantería ἀκόντια καὶ δοράτια καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα τοῖσι χρέωνται ἐς πόλεμον ἄνθρωποι Hdt.1.34, ἄνευ δορατίου καὶ ξίφους κἀκοντίου Ar.Pax 553, cf. IG 13.422.267 (V a.C.), Th.4.34, X.An.6.4.23, Mnesim.7.6, Aen.Tact.29.6, Ph.2.315, I.AI 6.244, D.C.38.50.1, εἶδον ἐπὶ δορατίων ἀναπεπηγυίας τὰς κεφαλὰς τῶν ... ἡγεμόνων D.H.4.52, λαβὼν ... τὰ δοράτια μετὰ τῶν ἄλλων ἀπήντησεν αὐτῷ δορυφόρων Plu.2.489f, cf. Dio 24, μικρὰ δοράτια op. δόρατα μεγάλα Paus.8.50.1, IG 22.1424.6 (IV a.C.), de la lanza de Atenea, Luc.DDeor.23.1, en la caballería ἱππεῖς ... δοράτια φέροντες Agath.2.8.1, cf. 1.9.1.

Greek Monotonic

δοράτιον: τό, υποκορ. του δόρατος, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δοράτιον: ион. δουράτιον (ᾰ) τό небольшое метательное копье, дротик Her., Thuc., Luc., Plut.

English (Woodhouse)

short spear