δραπέτις
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
English (LSJ)
-ιδος, ἡ, fem. of δραπέτης.
German (Pape)
[Seite 665] ιδος, ἡ, fem. zu δραπέτης; Mel. 55 (XII, 80); αἱ δραπέτιδες, Titel einer Komödie des Kratinus, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱπέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ δραπέτης, ὃ ἴδε.
Spanish (DGE)
(δρᾱπέτις) -ιδος
• Morfología: [ac. sg. δραπέτιν Luc.Asin.25]
1 propio de un fugitivo στέγη ref. la madriguera de una liebre, S.Fr.174
•fig. fugaz δόξαι Olymp.in Grg.9.1.
2 subst. ἡ δ. fugitiva τί ποιοῦμεν ... τὴν δραπέτιν Luc.l.c., de una abeja AP 12.249 (Strat.), αἱ Δραπέτιδες Las fugitivas tít. de una comedia de Cratino, Ath.501d, 344e.
Greek Monotonic
δρᾱπέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. του δραπέτης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δρᾱπέτις: ιδος Soph., Anth. f к δραπέτης I и II.