δύσκτητος

From LSJ
Revision as of 16:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσκτητος Medium diacritics: δύσκτητος Low diacritics: δύσκτητος Capitals: ΔΥΣΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dýsktētos Transliteration B: dysktētos Transliteration C: dysktitos Beta Code: du/skthtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to come by, πραγματεία Plb.3.32.1; τἀγαθόν Phld.Herc.1251.4 (dub.).

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu erwerben, Pol. 3, 32, 1.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκτητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κτήσηται ἢ κερδήσῃ τις. Πολύβ. 3.32,1.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de adquirirde la obra de Polibio, por su volumen, Plb.3.32.1, ἡμῖν δ' [ἄκ] τητον ἢ δ[ύσ] κτητον ε[ἶναι] τἀγαθόν Phld.Elect.4.6, cf. Cont.17.21 (dud.).

Greek Monolingual

δύσκτητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αποκτάται.

Russian (Dvoretsky)

δύσκτητος: с трудом приобретаемый, т. е. имеющий затрудненный сбыт (ἡ πραγματεία δ. διὰ τὸ πλῆθος τῶν βύβλων Polyb.).