ἐθελοπονία
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
German (Pape)
[Seite 718] ἡ, Liebe zur Arbeit, Arbeitsamkeit, Xen. Oec. 21, 6, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοπονία: ἡ, τὸ ἐθελουσίως πονεῖν, πιθανὴ γραφ. ἀντὶ φιλοπονία ἐν Ξεν. Οἰκ. 21. 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonne volonté au travail, activité.
Étymologie: ἐθελόπονος.
Greek Monolingual
ἐθελοπονία, η (Α)
φιλοπονία.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοπονία: ἡ охота к труду, трудолюбие Xen.