εἰρηνοφύλαξ

Revision as of 21:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ,

   A guardian of peace, X.Vect.5.1, Aeschin.3.159; of Caesar, Ph.2.567; title of police magistrate, Lib. Or.48.9 (pl.), Sammelb.4636.32,36 (Panopolis, iii A. D.).    II pl., = εἰρηνοδίκαι, Plu.Num.12.

German (Pape)

[Seite 735] ὁ, 1) der Friedenswächter, Xen. Vect. 5, 1; Aesch. 3, 159. – 2) fetialis, Plut. Num. 12.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρηνοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, φύλαξ τῆς εἰρήνης, Ξεν Πόροι 5. 1. ΙΙ. κατὰ πληθ., ὡς τὸ παρὰ Ρωμαίοις Fetiales, εἰρηνοδίκαι, Πλούτ. Νουμ. 12.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
qui veille au maintien de la paix ; à Rome fécial.
Étymologie: εἰρήνη, φύλαξ.

Spanish (DGE)

-ακος, ὁ
guardián de la paz institución proyectada por Jenofonte, X.Vect.5.1, quizá ref. a los delegados del congreso de Corinto, Aeschin.3.159, de los feciales romanos (cf. εἰρηνοδίκης), Plu.Num.12, de Augusto, Ph.2.567, de Dios, Ph.2.296
n. de un oficial de policía, en Antioquía, Lib.Or.48.9, en Asia Menor, al cuidado de posesiones imperiales εἰ. τῆς ἐπαρχείας SEG 40.1232.4, 1233.6 (ambas Frigia I d.C.), en Egipto, como liturgia municipal PBremen 14.11, PAchm.7.101, PLond.199.8 (todos II d.C.), SB 12136.1 (II/III d.C.), POxy.2121.69 (III d.C.).

Greek Monolingual

ο (Α εἰρηνοφύλαξ)
νεοελλ.
κατώτερο αστυνομικό όργανο που εκτελούσε τις διαταγές τών δημάρχων και τών αστυνόμων
αρχ.
1. φύλακας της ειρήνης
2. τίτλος αστυνομικού
3. ρωμαίος ειρηνοδίκης.

Greek Monotonic

εἰρηνοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, φρουρός, προστάτης της ειρήνης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εἰρηνοφύλαξ: ᾰκος ὁ страж или хранитель мира Xen., Aeschin., Plut.

Middle Liddell

εἰρηνο-φύ˘λαξ, ακος,
a guardian of peace, Xen.