ἐκπηγνύω
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
French (Bailly abrégé)
rendre épais, lourd.
Étymologie: ἐκ, πηγνύω.
Spanish (DGE)
helar τὸ ἄγαν ψῦχος ἐκπηγνύον τὰ ὑγρὰ καὶ μαλακὰ τοῦ σώματος Plu.2.953d
•fig. paralizar τοὺς θιγόντας αὐτῆς (τῆς νάρκης) Plu.2.978c.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπηγνύω:
1) досл. замораживать, перен. уплотнять, делать твердым (ἐκπαγεὶς καὶ γενομένος σκληρός Plut.);
2) приводить в оцепенение, оглушать (τῆς νάρκης δύναμις τοὺς θίγοντας ἐκπηγνύουσα Plut.).