ἐντιλάω
From LSJ
English (LSJ)
A void excrement upon, τινί τι Ar.Ach.351.
German (Pape)
[Seite 856] darein kacken, τινί τι, Ar. Ach. 351.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντῑλάω: Λατ. incacare, «τσιλίζω» ἐπί τινος, μαρίλης μοι συχνὴν ὁ λάρκος ἐνετίλησεν ὥσπερ σηπία, ἐτσίλησεν ἐπάνω μου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 351.
Spanish (DGE)
(ἐντῑλάω)
soltar, evacuar encima c. juego de palabras ὑπὸ τοῦ δέους δὲ τῆς μαρίλης μοι συχνὴν ὁ λάρκος ἐνετίλησεν ὥσπερ σηπία de miedo el saco me soltó encima un montón de hollín, como una sepia Ar.Ach.351.
Greek Monotonic
ἐντῑλάω: μέλ. -ήσω, Λατ. incacare, πιτσιλίζω κάτι πάνω σε κάποιον, τί τινι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐντῑλάω: загаживать, пачкать: τῆς μαρίλης συχνὴν ἐντιλῆσαί τινι Arph. опрокинуть на кого-л. целую корзину сажи.