ἐπικοκκάστρια
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ἡ,
A mocker, ἠχὼ λόγων ἀντῳδὸς ἐ. Ar.Th.1059: Ar. Byz. ap. Eust.1761.26 refers it to a verb ἐπικοκκάζω: masc. ἐπικοκκαστής cj. in Timo 43.
German (Pape)
[Seite 951] ἡ, bei Ar. Th. 1059 ἠχώ, λόγων ἀντῳδὸς ἐπικ., die Nachäffende, Höhnende, wofür man ἐπικοκκύστρια, die Nachkukukende, vermuthet hat; Eust. 1761, 26 leitet es von ἐπικοκκάζειν ab.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικοκκάστρια: ἡ, ἡ ἐμπαίζουσα, ἠχὼ λόγων ἀντῳδὸς ἐπικοκκάστρια, «εἰωθυῖα γελᾶν, γελάστρια» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Θεσμ. 1059· - ἐπικοκκύστρια, ἡ τὸν κόκκυγα μιμουμένη, ἀλλ’ Ἀριστοφάνης ὁ γραμματικὸς παρ’ Εὐστ. 1761. 26 ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς ῥῆμα ἐπικοκκάζω.
Greek Monolingual
ἐπικοκκάστρια, ἡ (Αρσ. ἐπικοκκαστής) (Α)
1. αυτή που ειρωνεύεται, γελά, εμπαίζει («Ἠχώ, λόγων ἀντῳδός ἐπικοκκάστρια», Αριοτοφ.
σχόλ. «εἰωθυῑα γελᾱν»)
2. κατά τη γραφή ἐπικοκκύστρια σημαίνει αυτήν που μιμείται κατά κάποιον τρόπο τη φωνή του κόκκυγα, του κούκκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < επικοκκαστής + επίθημα -τρια. Ονοματοποιία, επίθετο της λ. ηχώ, που κατά μία άποψη ανάγεται σε ρ. επικοκκάζω].
Russian (Dvoretsky)
ἐπικοκκάστρια: ἡ насмешница, пересмешница (эпитет Эхо) Ἠχώ, λόγων ἀντῳδὸς ἐ. Arph. Эхо, передразнивающая (чужие) слова (v. l. ἐπικοκκύστρια подражающая кукованию).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: adjunct of ἠχώ, approx. mimicking, reverberating (Ar. Th. 1059); ἐπικοκκαστής (uncertain conj. in Timo 43).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Formation in -τρια (frequent in the language of the Comedy, Chantraine Formation 106) as if from *ἐπικοκκάζω (Ar. Byz. ap. Eust. 1761, 26); onomatopoetic.