ἐπέην
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
Ep. for ἐπῆν, 3sg. impf. of ἔπειμι (A), Il.20.276.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέην: Ἐπικ. ἀντὶ ἐπῆν, γ΄ ἑν. τοῦ παρατ. τοῦ ἔπειμι (εἰμί), Ἰλ. Υ. 276.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. épq. de ἔπειμι¹.
English (Autenrieth)
see ἔπειμ Od. 9.1.
Greek Monotonic
ἐπέην: Επικ. γʹ ενικ. παρατ. του ἔπειμι (εἰμί, sum).