εὐχρήστως
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
French (Bailly abrégé)
adv.
commodément, utilement;
Cp. εὐχρηστότερον.
Étymologie: εὔχρηστος.
Russian (Dvoretsky)
εὐχρήστως:
1) с удобством, с пользой: εὐ. ἔχειν πρός τι Polyb. быть пригодным для чего-л.;
2) кстати, метко (σκώμματα λέγειν πρός τινα Plut.).