ἡρῷσσα
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
A v. ἡρώϊσσα. ἡρωστής, = ἡρωϊστής, Keil-Premerstein Dritter Bericht117 (Tire).
German (Pape)
[Seite 1177] ἡ, s. ἡρώϊσσα.
Greek (Liddell-Scott)
ἡρῷσσα: ἡ, = ἡρωίνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1309, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 225.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἡρῷσσα: ἡ, = ἡρωίνη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἡρῷσσα: ἡ Anth. = ἡρωΐνη.