ἰδιοποιέομαι
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
German (Pape)
[Seite 1236] steh zu eigen machen, sich zueignen, D. Sic. 5, 13 u. a. Sp.; auch neben εἰς εὔνοιαν προσαγαγέσθαι, sich befreunden, D. Sic. 15, 29. – Bei Galen. auch act., einzeln thun.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιοποιέομαι:
1) присваивать себе, делать своим (τὰς κατὰ τὴν Τυρρηνίαν κειμένας νήσους Diod.);
2) склонять на свою сторону (τινα Diod.).