ἴαμνοι
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
English (LSJ)
ων, οἱ,= foreg., Nic.Th.30,al.; glossed by θάμνοι, κοῖται, νομοί, Hsch. (ἴαμβοι cod.).
German (Pape)
[Seite 1233] οἱ, = ἰαμεναί, Niederungen, χλοάοντες Nic. Th. 30, θρυόεντες Αἰγύπτου ib. 200, λάσιοι 901; auch Nonn. D. 12, 346.
Greek Monolingual
ἴαμνοι και ἰαμνοί, οἱ (Α)
ειαμεναί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιαμεναί].
Russian (Dvoretsky)
ἴαμνοι: οἱ Anth. = εἱαμεναί.
Frisk Etymological English
Meaning: lower land, humid meadow
See also: s. εἱαμενή.