ἰαμεναί
From LSJ
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1233] αἱ, spätere Schreibung für εἱαμεναί (w. m. s.), Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾰμεναί: μεταγεν. τύπος τοῦ εἰαμεναί, «ἰαμεναί· οἱ ὑλώδεις καὶ ἔνυδροι τόποι, καὶ πόαν ἔχοντες· ἀπὸ τοῦ ἀνιέναι τὴν ὕλην. τενάγη, τέλματα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἰαμεναί, αἱ (Α)
ειαμεναί. λιβάδια με άφθονη βλάστηση σε τόπους υγρούς, κοντά σε βάλτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. ιαμεναί όσο και ο τ. ίαμνοι είναι διαφορετικές γραφές του ειαμενή, -αί και άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένη μτχ. (πρβλ. δεξαμενή)].