καταδραθῶ
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
German (Pape)
[Seite 1347] s. καταδαρθάνω.
French (Bailly abrégé)
sbj. ao. Pass. épq. de καταδαρθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
καταδρᾰθῶ: ἴδε καταδαρθάνω.
Russian (Dvoretsky)
καταδρᾰθῶ: эп. conjct. aor. pass. к καταδαρθάνω.