καταπειρητηρίη
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Ionic for καταπειρατηρία.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sonde marine.
Étymologie: ion. p. *καταπειρατηρία, de κατά, πειράω.
Russian (Dvoretsky)
καταπειρητηρίη: ἡ мор. лот Her.