κάτοδος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
German (Pape)
[Seite 1402] ἡ, ion. = κάθοδος, Her.
Greek (Liddell-Scott)
κάτοδος: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κάθοδος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ion. c. κάθοδος.
Greek Monolingual
κάτοδος, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. κάθοδος.
Russian (Dvoretsky)
κάτοδος: ἡ ион. = κάθοδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάτοδος -ου, ὁ Ion. voor κάθοδος.