διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
v. κεύθω.
κέκευθα: pf. к κεύθω.
κέκευθα perf. act. van κεύθω.